Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το πριόνι

См. также в других словарях:

  • πριόνι — Εργαλείο με το οποίο κόβονται διάφορα σκληρά υλικά (ξύλο, μέταλλα, λίθοι κ.ά.). Το π. αποτελείται από ένα χαλύβδινο οδοντωτό έλασμα σε ευθύγραμμο ή κυκλικό σχήμα ή σε κορδέλα· στην πρώτη περίπτωση μπορεί να κινείται με το χέρι ή με κινητήρα, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • πριόνι — το ξυλουργικό ή σιδηρουργικό εργαλείο για το κόψιμο ξύλων ή μετάλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρίονι — πρίων 1 saw masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριονίτιδος — πριονί̱τιδος , πριονῖτις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδέλα — Λέξη που έχει ποικίλες έννοιες και χρήσεις. Έτσι, μπορεί να σημαίνει ταινία από ύφασμα, δέρμα ή άλλη ύλη· μετρική στενή ταινία από κηρωτό ύφασμα για την καταμέτρηση εκτάσεων, οικοπέδων κ.ά.· πριόνι που χρησιμοποιείται στα μηχανικά πριονιστήρια.… …   Dictionary of Greek

  • πρίστης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. ζωολ. γένος υποτρηματικών σελάχιων χονδροϊχθύων, με αρκετά είδη που συγκροτούν την οικογένεια pristidae, τα κν. ονομαζόμενα πριονόψαρα, τα οποία χαρακτηρίζονται από επίμηκες ρύγχος πλαισιωμένο από διπλή σειρά ισχυρών δοντιών που… …   Dictionary of Greek

  • πρίστις — και πρῆστις, ήστεως, Α 1. το ψάρι πρίστης 2. είδος πολεμικού πλοίου που ονομάστηκε έτσι πιθ. επειδή το σχήμα του έμοιαζε με πριόνι 3. είδος ποτηριού που έμοιαζε με πριόνι 4. χειρουργικό πριόνι 5. εργαλείο λιθοξόου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω»… …   Dictionary of Greek

  • πρίων — (I) ο, ΝΑ το πριόνι αρχ. 1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό τού κρανίου 2. ο πριονιστής («ὡς πρίων , ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ ἀντενέδωκε», Αριστοφ.) 3. ως κύριο όν. Πρίων παρωνύμιο εμπόρου ξύλων 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • εργαλεία — Όργανα για τη διευκόλυνση της χειρωνακτικής εργασίας. Σήμερα, παρά την ύπαρξη μιας ευρύτατης κλίμακας εργαλειομηχανών, είναι πολλές ακόμα οι εργασίες που γίνονται από το χέρι του ανθρώπου και πολλά συνεπώς τα αναγκαία ε. Αν σκεφτούμε π.χ. τη… …   Dictionary of Greek

  • νεροπρίονο — το υδροκίνητο πριόνι, μηχανικό πριόνι που κινείται με υδροκινητήρα …   Dictionary of Greek

  • πριονιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλλιθέας. * * * η, Ν τομή, χαρακιά με πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριόνι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»