-
1 πριόνι
[приони] ουσ. о. пила,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πριόνι
-
2 пила
-ы, πλθ. пилы θ.1. πριόνι•ручная -χειροπρίονο•
механическая пила μηχανοκίνητο πριόνι•
пила по металлу σιδηροπρίονο•
пила по дереву ξυλοπριονο•
пила поперечная πριόνι για εγκάρσιες τομές•
ленточная пила πριόνι ατέρμονο, πρ ιονοκορδέλλα•
круглая пила κυκλικό πριόνι.
2. (απλ.) άνθρωπος ενοχλητικός, μπελαλής• σταυρωτής. -
3 отрезать
отрезать 1-жу, -жешьρ.σ.μ.1. αποκόπτω, εκτέμνω, κόβω•отрезать кусок хлеба κόβω ένα κομμάτι ψωμί.
|| κόβω με το πριόνι, πριονίζω•отрезать доску κόβω τη σανίδα με το πριόνι.
2. παραχωρώ κομμάτι γης δίνω ως κλήρο.3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι, χάνω τη σύνδεση, επαφή.4. μτφ. φράζω, εμποδίζω, κόβω•отрезать пути отступления κόβω τους δρόμους υποχώρησης•
все дороги отрезаны όλοι οι δρόμοι κόπηκαν.
5. απαντώ απότομα, διακόπτω, αντικόβω.εκφρ.как ножом отрезать – λέγω κατηγορηματικά και αμετάκλητα, κόβω με το μαχαίρι•как (ножом) -ло – κόπηκε οριστικά, μια και καλή•- занный ломоть – ξεκομμένος από την οικογένεια ή την κολλεχτίβα.αποκόπτομαι, κόβομαι.отрезать 2ρ.δ.βλ. отрезать.1. αποκόπτομαι, αποκόβομαι, αποτέμνομαι. || πριονίζομαι, κόβομαι με το πριόνι.2. (για γη) κόβομαι, χωρίζομαι σε τεμάχια.3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι, χάνω τη σύνδεση,την επαφή.4. φράζομαι, κόβομαι, εμποδίζομαι. -
4 перепилить
-пилю, -пилишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепиленный, βρ: -лен, -а, -о;ρ.σ.μ.πριονίζω, κόβω στα δυό με το πριόνι•перепилить бревно κόβω το κούτσουρο με το πριόνι.
|| πριονίζω, κόβω με το πριόνι (όλα, πολλά). -
5 лесорама
1. (инструмент) о πρίων/το πριόνι επισκελετού/πλαισίου 2. (дереворежущий станок) о μηχανοκίνητος πρίων, το μηχανοκίνητο πριόνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лесорама
-
6 пила
-
7 испилить
-пилю, -пилишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. испиленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ. πριονίζω•испилить все доски πριονίζω όλες τις σανίδες.
|| στόμώνω το πριόνι.στομώνω•пили совсем -лась το πριόνι στόμωσε εντελώς.
-
8 спилить
спилю, спилишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спиленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. πριονίζω, κόβω με το πριόνι•спилить дерево κόβω το δέντρο με το πριόνι.
2. λιμάρω, ρινίζω. -
9 запил
1. (рез пилой) η εγκοπή με πριόνι 2. (на образце для испытания на удар) η εγκοπή σε δοκίμιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запил
-
10 запиливать
(делать запил)1. (пилой) κάνω εγκοπή/εγκόπτω με πριόνι 2. (на образце для испытания на удар) κάνω εγκοπή στο δοκίμιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запиливать
-
11 концеравнитель
το πριόνι για τις εγκάρσιες τομέςο ομαλωτήρας των άκρωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > концеравнитель
-
12 лесопилка
1. (лесопильный завод) το εργοστάσιο κοπής ξυλείαςτο πριονιστήριο2. (машина для распиловки леса) η πριο-νιστική μηχανήτο πριόνι κορμών δέντρωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лесопилка
-
13 лобзик
το διακοσμητικό πριόνι χειρός με πολύ λεπτό εξαρμόσημο πριονάκι, το πριονάκι ξυλογλυπτικής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лобзик
-
14 мотопила
το μηχανοκίνητο πριόνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мотопила
-
15 наградка
(вид ножовочной пилы) το πριόνι κοπής των προεξοχών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наградка
-
16 ножовка
το χειροπρίονοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ножовка
-
17 отпиливать
πριονίζω, (απο)κόπτω (με πριόνι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отпиливать
-
18 пила
το πριόνι- по металлу - κοπής μετάλλων, το σιδηροπρίονοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пила
-
19 пропиливать
πριονίζω, διαπερνώ με το πριόνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропиливать
-
20 рама
το πλαίσιο, η βάσηдверная - της θύρας/πόρτας- στήριξηςкопировальная полигр. - εκτύπωσηςфундаментная - βάσης, η βάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рама
См. также в других словарях:
πριόνι — Εργαλείο με το οποίο κόβονται διάφορα σκληρά υλικά (ξύλο, μέταλλα, λίθοι κ.ά.). Το π. αποτελείται από ένα χαλύβδινο οδοντωτό έλασμα σε ευθύγραμμο ή κυκλικό σχήμα ή σε κορδέλα· στην πρώτη περίπτωση μπορεί να κινείται με το χέρι ή με κινητήρα, ενώ… … Dictionary of Greek
πριόνι — το ξυλουργικό ή σιδηρουργικό εργαλείο για το κόψιμο ξύλων ή μετάλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρίονι — πρίων 1 saw masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριονίτιδος — πριονί̱τιδος , πριονῖτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδέλα — Λέξη που έχει ποικίλες έννοιες και χρήσεις. Έτσι, μπορεί να σημαίνει ταινία από ύφασμα, δέρμα ή άλλη ύλη· μετρική στενή ταινία από κηρωτό ύφασμα για την καταμέτρηση εκτάσεων, οικοπέδων κ.ά.· πριόνι που χρησιμοποιείται στα μηχανικά πριονιστήρια.… … Dictionary of Greek
πρίστης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. ζωολ. γένος υποτρηματικών σελάχιων χονδροϊχθύων, με αρκετά είδη που συγκροτούν την οικογένεια pristidae, τα κν. ονομαζόμενα πριονόψαρα, τα οποία χαρακτηρίζονται από επίμηκες ρύγχος πλαισιωμένο από διπλή σειρά ισχυρών δοντιών που… … Dictionary of Greek
πρίστις — και πρῆστις, ήστεως, Α 1. το ψάρι πρίστης 2. είδος πολεμικού πλοίου που ονομάστηκε έτσι πιθ. επειδή το σχήμα του έμοιαζε με πριόνι 3. είδος ποτηριού που έμοιαζε με πριόνι 4. χειρουργικό πριόνι 5. εργαλείο λιθοξόου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω»… … Dictionary of Greek
πρίων — (I) ο, ΝΑ το πριόνι αρχ. 1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό τού κρανίου 2. ο πριονιστής («ὡς πρίων , ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ ἀντενέδωκε», Αριστοφ.) 3. ως κύριο όν. Πρίων παρωνύμιο εμπόρου ξύλων 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
εργαλεία — Όργανα για τη διευκόλυνση της χειρωνακτικής εργασίας. Σήμερα, παρά την ύπαρξη μιας ευρύτατης κλίμακας εργαλειομηχανών, είναι πολλές ακόμα οι εργασίες που γίνονται από το χέρι του ανθρώπου και πολλά συνεπώς τα αναγκαία ε. Αν σκεφτούμε π.χ. τη… … Dictionary of Greek
νεροπρίονο — το υδροκίνητο πριόνι, μηχανικό πριόνι που κινείται με υδροκινητήρα … Dictionary of Greek
πριονιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλλιθέας. * * * η, Ν τομή, χαρακιά με πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριόνι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek